- γραψίμι
- το [γράφω]1. σφάγιο αφιερωμένο σε ναό για να σφαχτεί την ημέρα τής γιορτής2. αδύνατο ζώο το οποίο πρόκειται να σφαχτεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γράφω — (AM γράφω) 1. αποδίδω λέξεις με γράμματα τού αλφαβήτου 2. ζωγραφίζω 3. γράφω επιστολή 4. καταχωρίζω σε κατάλογο 5. εγγράφω, κατατάσσω σε σχολείο κ.λπ. νεοελλ. 1. ξέρω να γράφω 2. συγγράφω, δημοσιεύω 3. κληροδοτώ, μεταβιβάζω την κυριότητα ακινήτου … Dictionary of Greek